νικητάς

νικητάς
νικητά̱ς , νικητής
winner
masc acc pl
νικητά̱ς , νικητής
winner
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Νικήτας — Νικήτᾱς , Νικήτας masc acc pl (doric aeolic) Νικήτᾱς , Νικήτας masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νικήτας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γότθος ευγενής, που καταγόταν από την Π/Λέρα από τον Ίστρο περιοχή. Μαρτύρησε στη φωτιά, έπειτα από διαταγή του άρχοντα των Γότθων Αθανάριχου, επί εποχής του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • Νικήτας — ο κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άγιος Νικήτας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 66 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στα βορειοδυτικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκάδας του ομώνυμου νομού. Ο παραθαλάσσιος οικισμός Άγιος Νικήτας στη Λευκάδα …   Dictionary of Greek

  • Χρουστσόφ, Νικήτας Σεργκέγιεβιτς — Σοβιετικός πολιτικός Bλ. λ. Κρούστσεφ, Νικήτας …   Dictionary of Greek

  • Ευγενειανός, Νικήτας — (12ος αι.). Ποιητής. Στο έργο του Τα κατά Δρόσιλλα και Χαρικλέα, που είναι έμμετρο μυθιστόρημα με 3.641 τρίμετρα, μιμείται τον Πρόδρομο. Ήταν μέτριος ποιητής και περιοριζόταν σε ερωτολογίες και σχολαστικές περιγραφές …   Dictionary of Greek

  • Νηφάκος, Νικήτας — (β’ μισό 18ου αι.). Ποιητής από τη Μάνη. Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1769, κατά τη διάρκεια της oποίας αιχμαλωτίστηκε και βασανίστηκε. Μετά την απελευθέρωσή του πήγε στο Βουκουρέστι, όπου φοίτησε στην Ακαδημία της πόλης. Όταν γύρισε στην… …   Dictionary of Greek

  • Πανουκωμίτης, Νικήτας — Βυζαντινός στρατηγός που έζησε στα χρόνια του Αλεξίου A’ Κομνηνού (1081 18). Πήρε μέρος στην εκστρατεία εναντίον των Νορμανδών, που πολιορκούσαν το Δυρράχιο. Στάλθηκε ως πρέσβης στο γαλίφη της Βαγδάτης, με χρήματα και επιστολή του αυτοκράτορα που …   Dictionary of Greek

  • Σταματελόπουλος, Νικήτας — Βλ. λ. Νικηταράς …   Dictionary of Greek

  • Τζάννες, Νικήτας — (Κύθηρα 1801 – Πειραιάς 1864). Εθνικός ευεργέτης. Σε πολύ νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη (1815), όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια και κατόρθωσε να εξελιχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους μεγαλέμπορους της εκεί ελληνικής κοινότητας. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”